|
η 1) солдатский хлеб; 2) чёрный хлеб (низкого качества); === αυτός είναι μονάχα γιά ~ — [phrase]он только и думает как бы брюхо набить[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солдатский хлеб? — κουραμάνα как на (ново)греческом будет слово чёрный хлеб? — κουραμάνα как с (ново)греческого переводится слово κουραμάνα? — солдатский хлеб, чёрный хлеб — ρόλος — θρόνος — αλατοπωλείο — αλλοκοτιά — αναφτέριασμα — ξεσκάλωμα — ξεσηκώνομαι — αστίατρος — εφταπάρθενος χορός — λάρναξ — απροόριστος — ξέπασχα — εύρεση — μουγκανητό — ανακτορικός — όφκαιρος — επάναγκες — φιλουριά — διασκορπίστρια — εκτασίμετρον — πυρομετρία |
|||