Новогреческий словарь
ορκοδοτικός
ορκοδοτικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορκοδοτικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εμπεριεχόμενον
—
ποινικότης
—
δροσιάζω
—
ξεφορμάρω
—
συνταυτίζω
—
αρίθμημα
—
τρισχιδής
—
ασύναχτος
—
ασυνταξία
—
αποφορτίζω
—
ενυπόγραφος
—
μωρόπιστος
—
τραπεζοκρατία
—
χλωροκούκκια
—
άρμα
—
πρύμνηθεν
—
υπερσυνταγογράφηση
—
ισόθερμος
—
ξαρμυρίζω
—
εφιστώ
—
δαχτυλομπογιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве