|
το 1. худшее; ο άρρωστος πάει στό ~ — [phrase]больному всё хуже и хуже[/phrase]; τόσο τό ~ — [phrase]тем хуже[/phrase]; τό ~ — [phrase]хуже всего, самое худшее[/phrase]; τό ~ απ' όλα είναι ότι... — [phrase]хуже всего то(__,__) что...[/phrase]; 2. : === οποίος δε 'δει τά ~α δέ θυμάται τά καλύτερα — посл. [phrase]тот, кто не изведал плохого, не оценит и хорошее[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово худшее? — χειρότερο как с (ново)греческого переводится слово χειρότερο? — худшее — σαλιγκαράκι — σακχαρωτόν — γελαστής — συνειρμισμός — μάγκιπισσα — χορευταριά — γαρμπάτος — συχυσμένος — στρέφομαι — επίμηλον — θεατρομανία — γαλέος — όστρακο — διαβίβαση — αγγαρεία — κασελλάκι — αρτηριοσκλήρωση — υβριστικός — ψωμοζήτης — τάλιρο — μόλα |
|||