|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γκόρτσο? — — αντικρούστης — αχτινογράφημα — καταφοβίζω — γελασηνός — απομαγνήτιση — ακουστικό — καλοκάθομαι — συνταγματικός — ιδίωμα — χρυσίτιδα — φαγγρί — μαϊντανόσουπα — διατηρήσιμος — κόχλασμα — επήλθα — κακοπουλάω — ινδοευρωπαϊκός — μοσχοπουλώ — αμφιθέατρο — ανσχαίνω — καταρρακτώδης |
|||