Новогреческий словарь
χημειοτροπισμός
χημειοτροπισμός
ο бот.
хемотропизм
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хемотропизм
? —
χημειοτροπισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
χημειοτροπισμός
? — хемотропизм
#
(ново)греческий словарь
—
απόσκολα
—
νεοσύλλεκτος
—
κιονόβαθρον
—
ευανδρία
—
αδικαίωτος
—
βαρομετρογράφος
—
αλμυρόπικρος
—
κλιματοθεραπεία
—
χαλκογραφικός
—
δονητής
—
ιστορικής
—
ρητινίτης
—
μύ
—
μεσάρης
—
μακραίνω
—
μήκων
—
ζατρικίζω
—
κάκια
—
στραγγίζω
—
επωφελής
—
σπασμωδικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве