|
ο бот. хемотропизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хемотропизм? — χημειοτροπισμός как с (ново)греческого переводится слово χημειοτροπισμός? — хемотропизм — ξεμυαλίστρα — βυζάστρα — κοσμοβοή — ταλανίζω — μαδαρότης — φωκόλ — ταμπάκης — μορμόνος — γένος — σκεπτικός — μανίκα — ανιδιοτελής — ηλεκτρισμός — συνειρμικός — κόπανος — παραμαζεύομαι — σκονισμένος — βαριοκοιμούμαι — θάμασμα — παρείσακτος — φούστα |
|||