|
полусгоревший; полусожжённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полусгоревший? — μισοκαμμένος как на (ново)греческом будет слово полусожжённый? — μισοκαμμένος как с (ново)греческого переводится слово μισοκαμμένος? — полусгоревший, полусожжённый — εφημέρευση — δίωτος — μελιγγόνι — σιγοντάρω — τιποτένος — μοσχαρίσιος — απολεπίζω — αγιογραφία — παφλάζω — μαντέμι — απροσδοκήτως — κουτσούλισμα — μπατανία — θιά — σειέμαι — εξαπλασιάζω — ειδεχθής — εκατονταετηρίδα — νυκτόβιος — ίουλος — αγκαλιαστός |
|||