Новогреческий словарь
αποκτείνω
αποκτείνω
(αόρ. απέκτεινα)
убивать, умерщвлять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
убивать
? —
αποκτείνω
как на
(ново)греческом
будет слово
умерщвлять
? —
αποκτείνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκτείνω
? — убивать, умерщвлять
#
(ново)греческий словарь
—
θυλακώνω
—
χρηματοδότης
—
περιηγητισμός
—
μασκαρεμένος
—
ζαφειρένιος
—
δυοσμαρίνι
—
συννοσηρότητα
—
αντιλάλημα
—
διασταλτός
—
βρομοσέντο
—
σωστικά
—
αναγνώρνμος
—
αστράγαλος
—
κατηγορηματικά
—
εκπλήρωση
—
σφυρώ
—
οχλαγωγικός
—
ρεμβάζω
—
προαλείφομαι
—
μπακαλόπαιδο
—
παραθετικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве