|
ο скопец, кастрат, евнух #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скопец? — μουνούχος как на (ново)греческом будет слово кастрат? — μουνούχος как на (ново)греческом будет слово евнух? — μουνούχος как с (ново)греческого переводится слово μουνούχος? — скопец, кастрат, евнух — φυσερό — κουζίνα — μονογραφή — ντορής — συμβεβλημένος — θωρακοφόρος — έμμισθος — πεσιά — δελεαστικός — έγγιστα — μακροχρονιότητα — αυτοπαρατήρηση — δικαιολόγημα — κοιλέντερωτά — ποικιλτική — τετραγαμμάδιον — συνυφασμένος — βήχω — μαλλιαρίζω — γραφιδοπόλεμος — πώμα |
|||