|
η 1) дурное обращение (с кем-либо); 2) избиение; === ~ τής αλήθειας — извращение истины #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дурное обращение? — κακομεταχείριση как на (ново)греческом будет слово избиение? — κακομεταχείριση как с (ново)греческого переводится слово κακομεταχείριση? — дурное обращение, избиение — παραφορτωμένος — σμύριδα — σύγκριμα — αυγάτιση — εκατοντάδραχμος — πταρνίζομαι — διανυκτέρευση — κατατεμαχισμός — αδειαστικά — στρυμώχνω — γαϊδουριάρης — καϋμένος — ελαιέμπορος — ρετσινάτος — σμίλευση — άβατος — ξεσταχυάζω — γρανίτα — κλάδωμα — δηκτικός — ηλεκτροτεχνία |
|||