Новогреческий словарь
κακομεταχείριση
κακομεταχείριση
η 1)
дурное обращение
(с кем-либо);
2)
избиение
;
===
~ τής αλήθειας — извращение истины
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дурное обращение
? —
κακομεταχείριση
как на
(ново)греческом
будет слово
избиение
? —
κακομεταχείριση
как с
(ново)греческого
переводится слово
κακομεταχείριση
? — дурное обращение, избиение
#
(ново)греческий словарь
—
διαδοχικότητα
—
ατσουκνίδα
—
βρυσάκι
—
σιταγωγία
—
αγγιχτικός
—
γκρεμιστός
—
επιπωματικός
—
κουτσομεσιάζω
—
παρασυμπαθητικός
—
ιδιώνυμο
—
καμπαέτι
—
γραμματοσημομανής
—
πολύφερνος
—
επικρατέστερος
—
απόμακρα
—
εγκλιματιστικός
—
κανναβόπανο
—
συγκεχυμένα
—
διαλογίζομαι
—
οινοπνευματοποιία
—
εκσπερμάτοση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве