|
дугообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дугообразный? — τοξοειδής как с (ново)греческого переводится слово τοξοειδής? — дугообразный — πουρές — εκβίαση — επιβάλλω — αιματοφόρος — ακαδημαϊκότητα — γιαίνω — ανερούλιαστος — σχόλη — γαϊδουράνθρωπος — έννομος — ακόπως — ανυδρίτης — παιδοκομώ — στριφτός — πολυθεσίτης — μάστορας — ισομορφισμός — αναβαπτίζομαι — χορτόπλινθος — αδίστακτα — γόσμα |
|||