|
αόρ. от εξέρχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξήλθον? — — αζωία — ορχηστρούλα — σπρωξιά — καλαποδάς — σαπιολέμονο — μάρκο — διαρρόφηση — προεξοφλώ — ασπάρακτος — μπήκα — επακουμβητήριον — κόπρισμα — δεματικό — εξιλεούμαι — ειδοποιητικός — δαχτυλοβρεχτήρας — διαγωγή — σμαραγδένιος — όρνεο — αυτογέννητος — ενιαία |
|||