|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φασκελώνομαι? — — σιφόνι — πολύχρονος — θάμνα — τσακωμένος — επινοητικός — πείρος — εκβυθίζω — αιματόμετρο — αστόχαστος — τέρμινο — τρεχούμενος — οξυζενέ — χρυσό — ορθολογιστικός — κομψοτέχνης — περιρράπτω — εκφυλλίζω — πυριτικός — τρόχισμα — κατραμώνω — εκρύβην |
|||