|
ο изюм; έγινε ~ στό μεθύσι — [phrase]он набрался, наклюкался, напился вдрызг[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изюм? — σταφιδόκαρπος как с (ново)греческого переводится слово σταφιδόκαρπος? — изюм — κριμαϊκός — διαθέσιμος — αστρονομικά — ιδανικό — πρόσχαρος — λογουχάρη — περισκωληκοειδικός — κάψη — καλώς — παλιμβουλία — διπλανός — γυναικοφοβία — γιγαντοαφίσα — κατατόπια — αλοπηγός — μέρσιμος — προσδεκτός — καμιναράς — προχειρογράφος — φουσκαλίδα — ξεφουσκώνω |
|||