σταφιδόκαρπ|ος

формы словаβ
σταφιδόκαρπ|ος
ο изюм;
          έγινε ~ στό μεθύσι — [phrase]он набрался, наклюкался, напился вдрызг[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово изюм? — σταφιδόκαρπος
как с (ново)греческого переводится слово σταφιδόκαρπος? — изюм


κριμαϊκόςδιαθέσιμοςαστρονομικάιδανικόπρόσχαροςλογουχάρηπερισκωληκοειδικόςκάψηκαλώςπαλιμβουλίαδιπλανόςγυναικοφοβίαγιγαντοαφίσακατατόπιααλοπηγόςμέρσιμοςπροσδεκτόςκαμιναράςπροχειρογράφοςφουσκαλίδαξεφουσκώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit