|
το штопка; штуковка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штопка? — μαντάρισμα как на (ново)греческом будет слово штуковка? — μαντάρισμα как с (ново)греческого переводится слово μαντάρισμα? — штопка, штуковка — σκοπιμότητα — ανυπομονώ — φράχτη — Αφγανός — απησχολημένος — προλαβαίνω — κρύβω — φιλοξενώ — αβαθμίδωτος — πολυχρόνιος — οργανογενετικός — ενσπείρω — δαγκώνομαι — παράλυση — πηλόπλαστος — τορπίλλη — ανατυπώνω — ιπποδρομία — ώριος — ξυστικός — κατάκαρδα |
|||