|
το воровство, кража #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воровство? — κλέψιμο как на (ново)греческом будет слово кража? — κλέψιμο как с (ново)греческого переводится слово κλέψιμο? — воровство, кража — πίβουλος — άβαθος — υστερών — ζενιθιακός — περιπαικτικώς — εύφλεχτος — γλισχρότης — οιστρηλασία — ηλιόφωτος — ετεροκατάληκτος — φυλάσσω — βολβώδης — κρέντιτο — μαλακός — πνευματικότητα — ξεπαγιάζω — μακροκατάληκτος — κρατερός — αψηλωτός — έτυχα — περιηπατίτιδα |
|||