|
ο продавец (коровьего) масла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продавец масла? — βουτυροπώλης как с (ново)греческого переводится слово βουτυροπώλης? — продавец масла — αρριβίστας — μουκαλίτης — αζωτούχος — ερρυθμος — τηγανίτα — αναπαλμός — συννυφάδα — μακελεύω — ντάλα — παρθενοφθορία — αυγούλα — ευερμήνευτος — αστεροσκόπος — τηρητής — διαστασιοποιώ — μαγκάλι — ανόρεχτα — φάουσα — ντεϊστής — σωκρατικός — σουμπλιμές |
|||