μετρονομικός

формы словаβ
μετρονομικός
метрологический;
          ~ά γραφεία — метрологическое бюро



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово метрологический? — μετρονομικός
как с (ново)греческого переводится слово μετρονομικός? — метрологический


ακαπήλευτοςημιτριβήςξετσιπωμένοςκισσόφυλλοπαρατηρητήριοδιαχείρισησυνάλληλοςεξακόσιαανεπικύρωτοςκοντοπόδαροςυποβαστάζωαπέμφραξιςσκοτεινότηταστομαχικόςακαταστασίαψυχοπλακωτικόςαποκουράακατάτρεχτοςχιονενιάτηδιύγρανσίςαλλού




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit