|
метрологический; ~ά γραφεία — метрологическое бюро #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метрологический? — μετρονομικός как с (ново)греческого переводится слово μετρονομικός? — метрологический — ακαπήλευτος — ημιτριβής — ξετσιπωμένος — κισσόφυλλο — παρατηρητήριο — διαχείριση — συνάλληλος — εξακόσια — ανεπικύρωτος — κοντοπόδαρος — υποβαστάζω — απέμφραξις — σκοτεινότητα — στομαχικός — ακαταστασία — ψυχοπλακωτικός — αποκουρά — ακατάτρεχτος — χιονενιάτη — διύγρανσίς — αλλού |
|||