|
το бот. околоплодник, перикарпий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово околоплодник? — περικάρπιο как на (ново)греческом будет слово перикарпий? — περικάρπιο как с (ново)греческого переводится слово περικάρπιο? — околоплодник, перикарпий — μασκαρεύομαι — γενναιοπρέπεια — ελλοβοκαρπος — ωοκύτταρο — κοινοτοπία — ωτασπίδα — ζυγηδόν — καθαρτικός — οχυρωμένος — γενάτος — αποπτύω — εξαδικός — επίκαυση — καψίδι — αρτηριοπάθεια — ταξιάρχης — ήμισυς — δικάσιμη — τηλεφωνικός — ψαχουλευτά — κιλοβάττ |
|||