|
οι шкала весов (для точного взвешивания); ζύγισε μού το από τίς ~ (οκάδες) — [phrase]взвесьте это поточней[/phrase]; === αυτός ζυγίζει τίς ~ — [phrase]он какой-то придурковатый[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шкала весов? — ελαφριές как с (ново)греческого переводится слово ελαφριές? — шкала весов — σουβλί — μπογιάτισμα — πολυβιταμίνες — ειδοποιός — βαναυσούργία — τριηραρχέω — ρουθούνισμα — ρηγματάκι — άφατος — δυσπρόσβλητος — ακουρασιά — τέλειωμα — κλονισηκός — αμαυρωμένος — ηλιοτροπικός — αρζαντέ — δωρεοδόχος — ξιφουλκία — αντικρινά — στεμφυλίτης — κουμπουριά |
|||