|
το парк (сад) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парк? — πάρκο как с (ново)греческого переводится слово πάρκο? — парк — μεσουρανώ — ζαγαρομάτης — λαδόκονο — συνεκδοχικά — διεθνιστής — υποβλέπω — ολίγωρος — κριθαρένιος — μαγιά — γλαυκομμάτα — αμακαδόρικος — δετηρία — αναγόμωση — επίρροια — βρεφοκομω — αροτρίωση — τηλεβόας — ταγματαλήτης — αυτοκάμωτος — επισιτίζω — πράγματι |
|||