|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εργατοϋπάλληλος? — — πιπεράτος — λαγούμι — φυλλάριο — υποθυρεοειδισμός — μικροκλέπτρια — λαδομπογιατίζω — ζίγκ-ζάγκ — κακοπερνάω — γεροβοσκω — απόπλους — νεκταρίνι — κουραδόμαγκας — μελισσοκομία — συνδικία — αντεξοπλίζω — σαμαράς — καπελλάδικο — ψυχτικός — εφαρμόζω — πάνθηρας — ασφαλτωμένος |
|||