αλανιάρικα

формы словаβ
αλανιάρικα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αλανιάρικα? —


ισχυρότηταέφοδοςκεφαλαίοςαγόγγυστοςιεραπόστολοςπλήθεμαδηνάριοαλίμενοςχαλβατζήδικοφουά-γκράμαλαγανιάεκτροχιάζωμπαξεβάνηςεκτραχηλίζομαιοξυκέρασοςεξυγιάζωακανθοφάγοςκόντευμαδιτάξιοςδιαβιβαστικόςτυροπιτάς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit