|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλανιάρικα? — — ισχυρότητα — έφοδος — κεφαλαίος — αγόγγυστος — ιεραπόστολος — πλήθεμα — δηνάριο — αλίμενος — χαλβατζήδικο — φουά-γκρά — μαλαγανιά — εκτροχιάζω — μπαξεβάνης — εκτραχηλίζομαι — οξυκέρασος — εξυγιάζω — ακανθοφάγος — κόντευμα — διτάξιος — διαβιβαστικός — τυροπιτάς |
|||