Новогреческий словарь
ξυρός
ξυρός
ο :
επί ~ού ακμής — в критическом состоянии; на краю гибели; (ступать) по острию ножа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξυρός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σύγκαιρος
—
αγορητής
—
εκθειάζω
—
άρον άρον
—
γαλακτοτροφία
—
ελίσσομαι
—
φράσσω
—
πρωτευουσιάνα
—
θειαφισμένος
—
πολυθεσία
—
φαλαινοθηρικός
—
εκατό
—
ασήμαντο
—
νεκροσέντονο
—
τρίμορφος
—
ξέσκεπος
—
φορτικός
—
γενικώς
—
καταρραχής
—
συμμαζεύομαι
—
υποτόπωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,