|
ο взломщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взломщик? — διαρρήκτης как с (ново)греческого переводится слово διαρρήκτης? — взломщик — πηροδάκτυλος — αστρίτης — εικοσιπεντάρικο — φιλάδελφος — λατινοκρατία — αυθαιρεσία — αξέσπαστος — καταρώμαι — νεανικότητα — όστρια — ίζημα — μετέρχομαι — ολιγοτεκνία — φιλοβασιλικός — μά — μετανεωτερικότητα — μύ — εξεγείρω — κοριτσίστικος — ξεγεννάω — ψήστρια |
|||