|
свободно мыслить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свободно мыслить? — ελευθεροφρονώ как с (ново)греческого переводится слово ελευθεροφρονώ? — свободно мыслить — συντονίζομαι — τσεγγέλι — ντάλια — ιχθυολόγος — παράλοφος — ατέρμονας — χαρακτηρισμός — ανάλλαχτος — διεισδυτικός — υπερθεματισμός — αμάρτημα — κασόνι — χειροτερεύμα — ανθώ — μειδιώ — αδελφοσύνη — αποπεμπτικός — κουραμπιές — αιμοφιλικός — αφρόγαλα — παρλάρω |
|||