Новогреческий словарь
αμνηστεύω
αμνηστεύω
(αόρ. αμνήστευσα) юр.
амнистировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
амнистировать
? —
αμνηστεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμνηστεύω
? — амнистировать
#
(ново)греческий словарь
—
αντίρροπο
—
ηλεκτροκίνητος
—
θεοσοφία
—
αμπελόφυλλο
—
παράγωγο
—
αυτοκίνητο
—
μορφοκρατία
—
μελανούρι
—
ταξιδάκι
—
χρεμετισμός
—
υδροβιολογικός
—
κουβέρτα
—
ξεθάμπωμα
—
βροχόπιασμα
—
καλοθυμούμαι
—
χιλιαρχία
—
απλέρωτος
—
αποτυπώνω
—
βράδιασμα
—
ρητός
—
υγροσχαστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве