|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλοριζικεύω? — — ανερώτητος — γλύκασμα — απελαύνω — βραδυπεψία — γιγαντομαχία — ρουσφετολόγος — εμπύρευση — ρίγος — λεληθότως — κατραπακιά — Αφροδίτη — αυταπάρνηση — ηγεμονόπαις — εξακοσιοστο — βραχυβιότητα — ζωοσπόριον — κανταδίτσα — απογένομαι — μαλακοκαύλης — άοσμος — οξειδώνω |
|||