|
το мор. барк (парусное судно) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово барк? — μπάρκο как с (ново)греческого переводится слово μπάρκο? — барк — γουτταπέρκα — γαλατόσουπα — ξήλωμα — κορσές — μπαμπέσικος — βωλοθραύστης — τριαντάρης — χημικός — λευκο- — οχτωβριανός — ριμάρω — αντιστήριξη — βρυσά — ντρέντνωτ — βαφτιστήρα — τρέμολο — εξευμενισμός — μέσπιλον — τέχνασμα — παντοκράτορας — τρισεύγενης |
|||