|
το 1) виноградник; 2) разг. детский фурункулёз; === πάει σάν τό σκυλί στ' ~ — убит как собака #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово виноградник? — αμπέλι как на (ново)греческом будет слово детский фурункулёз? — αμπέλι как с (ново)греческого переводится слово αμπέλι? — виноградник, детский фурункулёз — όβολα — οινέμπορος — γυναικιστικα — γεφυριάτικα — ενδότερα — ροχάλισμα — ρουφιάνα — Μογγολία — αφίλευτος — αβανγκάρντ — μικροπόδαρος — βεβαιώνομαι — λυπάμαι — ενδεκάκις — κουρουμπλιά — ακανθών — καλπονοθεύω — εντυπο — χολαγωγός — αεροβόλο — διατηρητέος |
|||