|
размачивать, смачивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово размачивать? — μουλιάζω как на (ново)греческом будет слово смачивать? — μουλιάζω как с (ново)греческого переводится слово μουλιάζω? — размачивать, смачивать — χιονολισθητήρας — σταυροφορία — επιφυλλίδα — σωματεμπορία — ανεπίπληκτος — συχάζω — εσωκομματικός — αποστόμωση — δυσθεράπευτος — ακρόβουνο — διαλύτης — κακοχωνεύω — τρίμορφος — ψωμόλυσσα — κοσμητική — αλήτικος — περβέρι — νεκροτομή — ασεβης — ετερομορφισμός — άφευκτος |
|||