|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δονητής? — — απειλούμαι — παράλυση — λιλά — οξύμωρο — θοδώρα — ευανθής — μακροκατάληκτος — δασοφυλακή — χαρουπάλευρο — ανεβάζω — λατομικός — διπλοσήμαντος — αθάνατο — αυτορρυθμιστήρας — στιχομανία — ντελήτσα — ποικιλόθερμα — Μαργαρίτα — εκχύνομαι — επιφυλλίδα — αναφέρων |
|||