διενεργών

формы словаβ
διενεργών



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διενεργών? —


βουκέντραεξηνταβελόνααναχωματισμόςνερουλιασμένοςπυρηνίνηανέχειαπριμιτιβιστήςζῶπαγκοσμιοποιημένοςναύτηςξεσκούφωτοςγλυκοσαλίζωαυτοματικήσυγχώρεσηεγκαρτέρησηροχθώγονιμοποίησημηλοροδακινιάψιμύθιογεώλοφοςαδαμάντινος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit