|
перекрёстный διασταυρόμενα πυρά — воен. перекрёстный огонь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перекрёстный? — διασταυρόμενος как с (ново)греческого переводится слово διασταυρόμενος? — перекрёстный — περιηγητισμός — γουνάδικο — σαρκοφάγα — μειοδοσία — παραταγίζω — εμπατή — κομπάζω — πειρατής — σωτήρας — ολόγυμνος — ξανάρχομαι — πανηγυρίζω — φλούδάτος — μερισμένος — αμεταπώλητος — ενστερνίζομαι — εμπιστοσύνη — τσερότο — αντισταθμιστικός — αποστρατεύω — γιούχα |
|||