|
английский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово английский? — εγγλέζικος как с (ново)греческого переводится слово εγγλέζικος? — английский — δυστροπώ — χρυσοποικιλτής — αυλή — αυτοεξυπηρετούμαι — δασοφυτεία — βαραθρώνω — μαρτυρικά — κελάϊδημα — εαυτούλης — δενδροφθορά — φεμινιστής — γουναράδικο — εισβάλλω — ζήτουλας — λαγγεύω — στροβιλίζομαι — ερυθροκύτωσις — τροχείο — δερματολογικός — τυφλωμένος — σκιντζής |
|||