πενηντάχρονη

формы словаβ
πενηντάχρονη



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πενηντάχρονη? —


βιοφωταύγειαολονυκτίαέκπτωτοςκρυφακούωσυβαρίτηςανθοδετικήψυχοβιολογισμόςαφαιρούμαιξελαρύγγιασμαευδιάγνωστοςπερικλείωμόσχοσμοςεκδίδομαιεθνογράφοςρετσίνιμπαρκάρισμααντιτείνωκατανοητόςμαλλίαργεντίνικοςακριβαγαπώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit