|
сапрогенный, гноеродный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сапрогенный? — σαπρογόνος как на (ново)греческом будет слово гноеродный? — σαπρογόνος как с (ново)греческого переводится слово σαπρογόνος? — сапрогенный, гноеродный — θνητός — στρατεύομαι — γαργαριστός — σταμπωτός — Θεοφανώ — αγκαθός — πάππος — μολδαυικός — πυροσβέστης — άλακκος — έτυμος — δρόγγος — αισθητικά — πατήθρα — διάβηκα — διαπότιση — αρχαιόσυλος — κατάστιχο — καθήλωμα — αποκεφάλισμός — ειδησεογραφικός |
|||