|
короткошеий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово короткошеий? — βραχύλαιμος как с (ново)греческого переводится слово βραχύλαιμος? — короткошеий — ωμοθεραπεία — μεσοκαιρίτισσα — κακοφορμίζω — ηχείον — ξεπροβάλλω — καμπριολέρ — συμβολιστής — λήπτης — σκουληκιασμένος — αντιστοιχίζω — πρωτοφτάνω — παραδαρμένη — πασσαλόπηγμα — ψευδάργυρος — διπλοκλείδωτος — κοσμήτρια — ρουμπινύς — ακάματα — ακαταλόγιστο — στητός — νοσηλευτική |
|||