|
трёхсотый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трёхсотый? — τριακοσιοστός как с (ново)греческого переводится слово τριακοσιοστός? — трёхсотый — λιτός — τηλεφωνικός — στρέψη — αποδοχή — λειώσιμο — αγουροφέρνω — ανεμώνη — διαβολεμένος — γελοιώδης — ντεκωβίλ — εκβαθύνω — φρουτάκια — άπνους — κανναβήσιος — σύμβαμα — μακροτάξιδος — περιφρονώ — αδικοβγάνω — εισοδηματίας — λογοτριβή — φορβή |
|||