|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πετσετοθήκη? — — κομμό — χαμηλοθώρης — μυθοποιούμαι — τάγισμα — βυζαχτής — παλιμβουλία — ακομμάτιστος — σαρανταποδαρούσα — γεώμηλο — υποχολία — γονάτιο — βαρίτης — επικολλώ — συμπορεύομαι — υπερβολικός — ρέβα — μπέμπούλα — μπουρνελιά — πολύωρος — υφάδι — προφυλασσόμενος |
|||