|
(обычно мн.ч. ) дающий плоды двух сортов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дающий плоды двух сортов? — αμφίκαρπος как с (ново)греческого переводится слово αμφίκαρπος? — дающий плоды двух сортов — βρεγματικός — φορολογητέος — χουζούρης — μονάδα — κόμις — αποστρατιωτικοποιώ — τσούρμα — κουβαλάω — αφιλότεχνος — υπόδηση — βενζιναντλία — αστίλβωτος — Αιγύπτιος — διορθώσεις — τσιπροφονιάς — αβαντσαίρνω — προεδρείο — υποδικοκατάδικοι — αγάλια — οικειοποίηση — διατιμημένος |
|||