ακατάλυτα

формы словаβ
ακατάλυτα
нерушимо, неумолимо, непреодолимо


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ακατάλυτα? —


κεραμάρηςμανάβικοπεριβραχιόνιοπροορίζωεσοδιάζωμάρκοκαταβλητικόςδιχτυάρικοοδοντοφυίααναλύτηςνεφελοειδήςγλωσσομαθήςταραγμένοςκατανεμητήςχαρτοθήκησυμφραζόμεναβάρβαραακατανόητοαναβρυχώμαιοικονομάωσυγκλίνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit