|
нерушимо, неумолимо, непреодолимо #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακατάλυτα? — — κεραμάρης — μανάβικο — περιβραχιόνιο — προορίζω — εσοδιάζω — μάρκο — καταβλητικός — διχτυάρικο — οδοντοφυία — αναλύτης — νεφελοειδής — γλωσσομαθής — ταραγμένος — κατανεμητής — χαρτοθήκη — συμφραζόμενα — βάρβαρα — ακατανόητο — αναβρυχώμαι — οικονομάω — συγκλίνω |
|||