αναφαίρετ|ος

формы словаβ
αναφαίρετ|ος
неотъемлемый;
          ~α δικαιώματα — неотъемлемые права



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово неотъемлемый? — αναφαίρετος
как с (ново)греческого переводится слово αναφαίρετος? — неотъемлемый


δεσποτικώςκολακευτικάεγκληματολογίαημερομίσθιοβάρανοςψυκτήραςενεχυροδανειστήριοεπιτροχάδηντροχήλατοςτσογλάνιαλάκτιστοςξέμπλεγμαυπαρχήχιλιεκατομμύριομάϊδεχωριατοφέρνωυπερπροστατευτικότηταβαθέωςαμεσίτευτοςαναδρομάρηςχρησμολογώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit