|
το тип. накатка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накатка? — μελανείο как с (ново)греческого переводится слово μελανείο? — накатка — βιομηχανοποιούμαι — μανόλια — αιθεροβάμονας — καθαρός — δυστροπώ — φυτογεωγραφικός — λευκοσιδηρουργός — στοιχειοθεσία — αρβυλάδικο — γρεκιάζω — διακολλητικός — πετροκότσυφας — χειροκρατώ — φόρον — δραματοποιώ — πρωτευουσιάνικος — ωνιομανία — δεοτερεύω — κατακεραυνώνω — τέμπλον — ευρύτητα |
|||