|
η деканство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деканство? — κοσμητεία как с (ново)греческого переводится слово κοσμητεία? — деканство — ειμί — γιατρίνα — αμπελού — εξωταξικός — ανακριβολογώ — κρεατένιος — αναπωμάζω — απαίνευτος — μπατάκι — αιματοβρεγμένος — δικαίωση — πολικλινική — αυτότμηση — πεζός — ξυλοσπάστης — γουρούνι — κουρντιστήρι — γνώση — ξερά — κακόφημος — ελκυστήρας |
|||