|
бурдючный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурдючный? — τουλουμήσιος как с (ново)греческого переводится слово τουλουμήσιος? — бурдючный — τσιριμόνια — αλιαετός — ξυλοπερήφανος — βούϊσμα — ντήζελ — μπουζουκτσής — ανώγι — κομιστής — βράχνιασμα — ντεπό — γιαπιτζής — καμωματαρού — στραγγαλιστικός — μελανίτις — γάιδαρος — σεριφικός — οζοντίζω — αρκουδίζω — γούμενος — τοσούτσικος — πατσατζίδικο |
|||