|
одурять, одурманивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одурять? — αποχαυνώνω как на (ново)греческом будет слово одурманивать? — αποχαυνώνω как с (ново)греческого переводится слово αποχαυνώνω? — одурять, одурманивать — ελεώ — πτιλωτόν — αροτήρ — ηλεκτροκίνηση — εσωτερικότητα — τηλεφωνείο — τσιόνι — λογχοθήκη — ξαγορασμός — αρχινοσοκόμος — πυροηλεκτρικός — φωτισμός — βουτυροποιία — διαπόμπευση — αυτοδικία — βαριά — πλέω — ημιόριο — περισσά — διπλάρικος — εντομοκτόνος |
|||