|
(-ακος) ο жёрнов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жёрнов? — μύλαξ как с (ново)греческого переводится слово μύλαξ? — жёрнов — σκουντουφλάω — αγγείον — βυθάω — σκοτούρα — συγκυριαρχία — γκάβρα — παγάκι — αφωμοιωματικός — βαθύνους — μεσάλα — βοτανισμένος — ετυμολογικός — αξάβουλα — χουρμάς — βάθος — βαλβολίνη — διχόνοια — μετανεωτερικός — δασολογίκή — αμπελοφάσουλα — ενδιαφέρον |
|||