|
клясться; άμοσε στά παιδιά του — он поклялся своими детьми #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клясться? — αμώνω как с (ново)греческого переводится слово αμώνω? — клясться — υδραγωγείο — κατώφλι — ομογάστριος — οροπέδιο — οψιμάδα — γλυκερίνη — σύμπηκτος — σαμάρωμα — ανακριτής — πλαδαρώς — κορακίστικα — ουρανοξύστης — μπαρμπουνοφάσουλο — σκευωρώ — εξωθώ — καυσόξυλα — ανακύκλισμα — αναμηρυκώμαι — κυοφορώ — υπερτέλειος — καταφατικώς |
|||