|
η маслобойка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маслобойка? — βουτυρομηχανή как с (ново)греческого переводится слово βουτυρομηχανή? — маслобойка — ματοτσίνορο — εξώπροικα — ενδοκαρδίτιδα — σπονδυλωτά — πλύση — κρεμανταλάς — κύρης — αλφαδογωνιά — σκεύος — λάγκεμα — δικαιοδόχος — κανάτας — λυγηρός — κωλοπούστης — ανοσήλευτος — παλαμιά — κουρούπι — σπιθαμιαίος — μπούλμπερη — ανοστίμευτος — γκρεμιστής |
|||