Новогреческий словарь
προσοδοφόρο
προσοδοφόρο
το
рентабельность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рентабельность
? —
προσοδοφόρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσοδοφόρο
? — рентабельность
#
(ново)греческий словарь
—
διπλοπροσωπία
—
κακομαθημένος
—
ψυχοτεχνική
—
γηρατειά
—
συζυγία
—
υπερτόνωση
—
κουκκίδα
—
εμπίεζω
—
πνευμονοβακτήριο
—
καμπυλόγραμμος
—
σπερματόρροια
—
τρουχίζω
—
ξάστερος
—
φλυάρημα
—
γαστραλγία
—
φωτοβόλος
—
ελλοβός
—
συνδρομητικός
—
αριστεροφέρνω
—
γύμνια
—
εξερεύνηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве